Πηγή: εφημερίδα η ΑΥΓΗ
Άρθρο του Θοδωρή Κουτσοθεοδωρή
μέλους της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και υπεύθυνου αυτοδιοίκησης της ΝΕ Δυτικής Αθήνας
Σε σχέση με το θέμα της μεταβίβασης των ταμειακών διαθεσίμων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Τράπεζα της Ελλάδος έχουν γραφτεί αρκετά, εκπροσωπώντας απόψεις υπέρ και κατά και μάλιστα με αρκετές διαβαθμίσεις στην ένταση. Άλλες ψύχραιμες και άλλες με προφανή σκοπιμότητα. Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να τις αναπαράγει, αλλά με αφορμή αυτές, να καταδείξει μια λογική που διέπει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία και τους θεσμούς.
Είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα υπάρχει δημοκρατική και θεσμική κρίση. Αποτέλεσμα είναι η απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς και ενίοτε των ίδιων των θεσμών μεταξύ τους. Και όχι άδικα. Μπορεί να καταγράψει κανείς πολλά φαινόμενα πολιτικαντισμού, ασυνέπειας, ψεύδους ακόμα και μεταξύ θεσμών, ανεξαρτήτως φιλικών ή ανταγωνιστικών κομματικών διοικήσεων. Είναι επίσης αλήθεια ότι ένα τέτοιο φαινόμενο αφορά τις σχέσεις κεντρικής διοίκησης και αυτοδιοίκησης, με τις ευθύνες να βαραίνουν -σε μεγάλο βαθμό βεβαίως- την πρώτη. Γιατί εφάρμοσε πολιτική απαξίωσης της ΤΑ, την εξαπάτησε μην τηρώντας τις δεσμεύσεις, τη φόρτωσε με αρμοδιότητες χωρίς πόρους, την ανάγκασε να λειτουργεί με όρους κομματικής ή προσωπικής συνδιαλλαγής με πολιτικούς και υπηρεσιακούς παράγοντες προκειμένου να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις της. Φυσικά δεν στερείται και η ΤΑ ευθυνών σε όλο αυτό το κατεστημένο πολιτικό σύστημα.
Αυτός ο -αιτιολογούμενος μεν- ανταγωνισμός καλλιέργησε αντανακλαστικά θεσμικής περιχαράκωσης σε αρκετούς καλοπροαίρετους αυτοδιοικητικούς, σε βαθμό που να λαμβάνει η ΤΑ χαρακτηριστικά συντεχνίας. Είναι μια θεώρηση που αγνοεί αίτια, θεωρητικές προεκτάσεις, πολιτικές αντιθέσεις και παραμένει αναλύοντας ρηχά το συγκρουσιακό φαινόμενο ως θεσμικό ανταγωνισμό.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή η συντεχνιακή λογική κυριάρχησε από την πλευρά της αυτοδιοίκησης. Είναι χαρακτηριστικές οι αιτιάσεις πως δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στη δέσμευση της κυβέρνησης για εξασφάλιση των διαθεσίμων, καθώς δεν έχει δείξει δείγματα αξιοπιστίας στο παρελθόν.
Αν δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή η κρισιμότητα και η -μη κανονικότητα- της συγκυρίας, οι κοινωνικές ανάγκες έτσι όπως διαμορφώνονται σήμερα και κυρίως η μεγάλη ανατροπή στην διοίκηση της κυβερνητικής εξουσίας που συνέβη στις τελευταίες εκλογές, μπορεί να συμβαίνουν τα εξής:
Η χρήση της συντεχνιακής λογικής -a la carte- από δυνάμεις που θέλουν να προκαλέσουν την πολιτική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση. Αμφίπλευρα. Είτε από συστημικές δυνάμεις προσκείμενες στα κόμματα του πάλαι ποτέ δικομματισμού, που επενδύουν στην δημοσιοοικονομική ασφυξία της χώρας, με στόχο την εφαρμογή του σχεδίου της αριστερής παρένθεσης. Είτε -δυστυχώς- από αριστερές δυνάμεις που επενδύουν στην αποτυχία του κυβερνητικού πολιτικού σχεδίου για να αποδείξουν πως δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, με στόχο να παραμείνουν κοινωνικές δυνάμεις δεσμευμένες στη σχεδόν μεταφυσική επαγγελία του σοσιαλισμού.
Υπάρχει, είναι αλήθεια, και μια τρίτη κατηγορία αυτοδιοικητικών δυνάμεων που άσκησαν κριτική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, χωρίς πολιτική υστεροβουλία, απ' όποιο πολιτικό χώρο κι αν προέρχονται. Αν και θέτουν υπαρκτά ζητήματα και υγιή προβληματισμό, όπως ο κίνδυνος κατάργησης της αυτοτέλειας της αυτοδιοίκησης, ή η ανυπαρξία δημοκρατικής διαβούλευσης, δεν κατορθώνουν να αντιστοιχηθούν με την μεγάλη ευθύνη που απαιτεί η σημερινή πολιτική συγκυρία απ' όλη την κοινωνία.
Αυτό που είναι επιβεβλημένο σήμερα από την κυβέρνηση, την αυτοδιοίκηση και την κοινωνία είναι να σταματήσουν να αντιμετωπίζουν τη Δημοκρατία με ιδιοτέλεια ή συντεχνιακή λογική. Να αναλάβουν την ευθύνη υπηρέτησης και εμβάθυνσης του πολιτικού σχεδίου με το οποίο εξελέγη η νέα κυβέρνηση και προτάσσει τη διεύρυνση της δημοκρατίας, την αποσυγκέντρωση της εξουσίας προς τα κάτω και κυρίως την οικοδόμηση ενός νέου συμβολαίου εμπιστοσύνης με την κοινωνία και τους θεσμούς.
Σε συνθήκες κανονικότητας, θα ήταν απαράδεκτος ένας κυβερνητικός χειρισμός σαν αυτόν που επέλεξε η σημερινή κυβέρνηση. Δεν βρισκόμαστε όμως σε συνθήκες κανονικότητας. Αυτό δεν σημαίνει την απουσία δημοκρατικού ελέγχου και την άκριτη αποδοχή οποιασδήποτε κυβερνητικής επιλογής. Το αντίθετο. Η κοινωνία οφείλει να βρίσκεται σε φάση εντονότερης πολιτικοποίησης, κινητοποίησης και διεκδίκησης. Όμως σε αυτή την περίπτωση υπήρξαν οι αναγκαίες δεσμεύσεις και εξηγήσεις. Ας βάλουμε όλοι και όλες “πλάτη”, ας διασφαλίσουμε την ουσία και όχι τον τύπο, ας κάνουμε βήματα μπροστά διορθώνοντας τους ανταγωνισμούς του παρελθόντος και όχι αναπαράγοντας τους. Ας μην τοποθετούμε την αντίθεση μεταξύ Κυβέρνησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά μεταξύ των δυνάμεων που υπερασπίζονται το κατεστημένο και αυτών που παλεύουν για την ανατροπή του.
Άρθρο του Θοδωρή Κουτσοθεοδωρή
μέλους της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και υπεύθυνου αυτοδιοίκησης της ΝΕ Δυτικής Αθήνας
Σε σχέση με το θέμα της μεταβίβασης των ταμειακών διαθεσίμων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Τράπεζα της Ελλάδος έχουν γραφτεί αρκετά, εκπροσωπώντας απόψεις υπέρ και κατά και μάλιστα με αρκετές διαβαθμίσεις στην ένταση. Άλλες ψύχραιμες και άλλες με προφανή σκοπιμότητα. Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να τις αναπαράγει, αλλά με αφορμή αυτές, να καταδείξει μια λογική που διέπει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία και τους θεσμούς.
Είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα υπάρχει δημοκρατική και θεσμική κρίση. Αποτέλεσμα είναι η απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς και ενίοτε των ίδιων των θεσμών μεταξύ τους. Και όχι άδικα. Μπορεί να καταγράψει κανείς πολλά φαινόμενα πολιτικαντισμού, ασυνέπειας, ψεύδους ακόμα και μεταξύ θεσμών, ανεξαρτήτως φιλικών ή ανταγωνιστικών κομματικών διοικήσεων. Είναι επίσης αλήθεια ότι ένα τέτοιο φαινόμενο αφορά τις σχέσεις κεντρικής διοίκησης και αυτοδιοίκησης, με τις ευθύνες να βαραίνουν -σε μεγάλο βαθμό βεβαίως- την πρώτη. Γιατί εφάρμοσε πολιτική απαξίωσης της ΤΑ, την εξαπάτησε μην τηρώντας τις δεσμεύσεις, τη φόρτωσε με αρμοδιότητες χωρίς πόρους, την ανάγκασε να λειτουργεί με όρους κομματικής ή προσωπικής συνδιαλλαγής με πολιτικούς και υπηρεσιακούς παράγοντες προκειμένου να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις της. Φυσικά δεν στερείται και η ΤΑ ευθυνών σε όλο αυτό το κατεστημένο πολιτικό σύστημα.
Αυτός ο -αιτιολογούμενος μεν- ανταγωνισμός καλλιέργησε αντανακλαστικά θεσμικής περιχαράκωσης σε αρκετούς καλοπροαίρετους αυτοδιοικητικούς, σε βαθμό που να λαμβάνει η ΤΑ χαρακτηριστικά συντεχνίας. Είναι μια θεώρηση που αγνοεί αίτια, θεωρητικές προεκτάσεις, πολιτικές αντιθέσεις και παραμένει αναλύοντας ρηχά το συγκρουσιακό φαινόμενο ως θεσμικό ανταγωνισμό.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή η συντεχνιακή λογική κυριάρχησε από την πλευρά της αυτοδιοίκησης. Είναι χαρακτηριστικές οι αιτιάσεις πως δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στη δέσμευση της κυβέρνησης για εξασφάλιση των διαθεσίμων, καθώς δεν έχει δείξει δείγματα αξιοπιστίας στο παρελθόν.
Αν δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή η κρισιμότητα και η -μη κανονικότητα- της συγκυρίας, οι κοινωνικές ανάγκες έτσι όπως διαμορφώνονται σήμερα και κυρίως η μεγάλη ανατροπή στην διοίκηση της κυβερνητικής εξουσίας που συνέβη στις τελευταίες εκλογές, μπορεί να συμβαίνουν τα εξής:
Η χρήση της συντεχνιακής λογικής -a la carte- από δυνάμεις που θέλουν να προκαλέσουν την πολιτική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση. Αμφίπλευρα. Είτε από συστημικές δυνάμεις προσκείμενες στα κόμματα του πάλαι ποτέ δικομματισμού, που επενδύουν στην δημοσιοοικονομική ασφυξία της χώρας, με στόχο την εφαρμογή του σχεδίου της αριστερής παρένθεσης. Είτε -δυστυχώς- από αριστερές δυνάμεις που επενδύουν στην αποτυχία του κυβερνητικού πολιτικού σχεδίου για να αποδείξουν πως δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, με στόχο να παραμείνουν κοινωνικές δυνάμεις δεσμευμένες στη σχεδόν μεταφυσική επαγγελία του σοσιαλισμού.
Υπάρχει, είναι αλήθεια, και μια τρίτη κατηγορία αυτοδιοικητικών δυνάμεων που άσκησαν κριτική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, χωρίς πολιτική υστεροβουλία, απ' όποιο πολιτικό χώρο κι αν προέρχονται. Αν και θέτουν υπαρκτά ζητήματα και υγιή προβληματισμό, όπως ο κίνδυνος κατάργησης της αυτοτέλειας της αυτοδιοίκησης, ή η ανυπαρξία δημοκρατικής διαβούλευσης, δεν κατορθώνουν να αντιστοιχηθούν με την μεγάλη ευθύνη που απαιτεί η σημερινή πολιτική συγκυρία απ' όλη την κοινωνία.
Αυτό που είναι επιβεβλημένο σήμερα από την κυβέρνηση, την αυτοδιοίκηση και την κοινωνία είναι να σταματήσουν να αντιμετωπίζουν τη Δημοκρατία με ιδιοτέλεια ή συντεχνιακή λογική. Να αναλάβουν την ευθύνη υπηρέτησης και εμβάθυνσης του πολιτικού σχεδίου με το οποίο εξελέγη η νέα κυβέρνηση και προτάσσει τη διεύρυνση της δημοκρατίας, την αποσυγκέντρωση της εξουσίας προς τα κάτω και κυρίως την οικοδόμηση ενός νέου συμβολαίου εμπιστοσύνης με την κοινωνία και τους θεσμούς.
Σε συνθήκες κανονικότητας, θα ήταν απαράδεκτος ένας κυβερνητικός χειρισμός σαν αυτόν που επέλεξε η σημερινή κυβέρνηση. Δεν βρισκόμαστε όμως σε συνθήκες κανονικότητας. Αυτό δεν σημαίνει την απουσία δημοκρατικού ελέγχου και την άκριτη αποδοχή οποιασδήποτε κυβερνητικής επιλογής. Το αντίθετο. Η κοινωνία οφείλει να βρίσκεται σε φάση εντονότερης πολιτικοποίησης, κινητοποίησης και διεκδίκησης. Όμως σε αυτή την περίπτωση υπήρξαν οι αναγκαίες δεσμεύσεις και εξηγήσεις. Ας βάλουμε όλοι και όλες “πλάτη”, ας διασφαλίσουμε την ουσία και όχι τον τύπο, ας κάνουμε βήματα μπροστά διορθώνοντας τους ανταγωνισμούς του παρελθόντος και όχι αναπαράγοντας τους. Ας μην τοποθετούμε την αντίθεση μεταξύ Κυβέρνησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά μεταξύ των δυνάμεων που υπερασπίζονται το κατεστημένο και αυτών που παλεύουν για την ανατροπή του.